χαρακιά


χαρακιά
Προφορά

Ετυμολογία
χαρακιά χάρακας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χαρακιά

✦ ίχνος από χάραγμα
✦ γραμμή ή εγκοπή που έγινε με χάρακα
✦ ρυτίδα: το μπρούτζινο πρόσωπό του είχε αυλακωθεί από βαθιές χαρακιές (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.