χαράτσι


χαράτσι
Προφορά

Ετυμολογία
χαράτσι όψιμο μεσαιωνική ελληνική χαράτσιν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χαράτσι

✦ κεφαλικός φόρος επί τουρκοκρατίας
✦ βαριά φορολογία ή υποχρεωτική εισφορά: το επίσημο κράτος, για να τα βγάλει πέρα με τα πολεμικά έξοδα, σκαρφιζότανε κάθε λίγο και λιγάκι ένα καινούριο χαράτσι (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.