χαράκωμα
Προφορά
Ετυμολογία
χαράκωμα αρχαία ελληνική χαράκωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χαράκωμα
✦ τόπος περιφραγμένος με πασσάλους
✦ πρόχειρο αμυντικό οχύρωμα, βαθύ χαντάκι στο οποίο καλύπτονται και προστατεύονται οι στρατιώτες και βάλλουν με τα όπλα: μέρα και νύχτα σκάβαμε χαρακώματα (Διδώ Σωτηρίου)
✦ πόλεμος χαρακωμάτων, εχθροπραξίες, συγκρούσεις ένοπλες ανάμεσα σε στρατιώτες που βρίσκονται σε χαρακώματα· (μτφ. ) παρατεταμένη διαφωνία ανάμεσα σε ομάδες, κόμματα κτλ., κατά την οποία η κάθε πλευρά εμμένει στις θέσεις της και επιμόνως αντιτίθεται, επιτίθεται στην άλλη
✦ η χάραξη γραμμών σε επιφάνεια με τη χρησιμοποίηση χάρακα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–