χαράκτρια
Προφορά
Ετυμολογία
χαράκτρια μεταγενέστερη ελληνική χαράκτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χαράκτρια
✦ θηλ. χαράκτρια ο ειδικός στην χάραξη επιγραφών, σχεδίων, εικόνων κτλ. πάνω σε πέτρα, ξύλο ή μέταλλο (λιθογράφος, ξυλογράφος, χαλκογράφος)
✦ καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί εικόνες, σχέδια κτλ. σε σκληρό υλικό, απ’ το οποίο παράγονται αντίτυπα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–