χαντακώνω


χαντακώνω
Προφορά

Ετυμολογία
χαντακώνω χαντάκι

Ερμηνεία
ρήμα χαντακώνω

✦ καταστρέφω, αφανίζω
✦ η μτχ. παθ. πρκμ. χαντακωμένος, -η, -ο ως επίθ., δύστυχος, κακόμοιρος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.