χαμός


χαμός
Προφορά

Ετυμολογία
χαμός όψιμο μεσαιωνική ελληνική χαϊμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χαμός

✦ απώλεια: για τη ζωή σου μου ‘λεγες, για το χαμό της νιότης (Κ. Καρυωτάκης)
✦ θάνατος, αφανισμός: στο φόβο ζούμε του χαμού γιατί το αίμα ρέει ποτάμι (Ι. Ζερβός)
✦ γενική αναστάτωση, κοσμοχαλασιά: στην είσοδο του θεάτρου γινόταν χαμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.