χαμηλώνω


χαμηλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
χαμηλώνω μεσαιωνική ελληνική χαμηλώνω

Ερμηνεία
ρήμα χαμηλώνω

✦ κάνω κάτι χαμηλό
✦ κατεβάζω, στρέφω προς τα κάτω: χαμήλωσε την μπόλια σου και σκέπασε τα φρύδια (δημ. τραγ.)
✦ ελαττώνω κάτι σε ποσό ή ένταση: χαμήλωσε τον τόνο, σε παρακαλώ
✦ (αμτβ.) γίνομαι κοντός, έρχομαι πιο κοντά στο έδαφος
✦ ελαττώνομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα
υψώνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.