χαμαλίκα
Προφορά
Ετυμολογία
χαμαλίκα ίσως από το χαμαλίκι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η χαμαλίκα
✦ πάνινο επίστρωμα στη ράχη αχθοφόρου για να σηκώνει ευκολότερα τα φορτία: εργάτες με χαμαλίκες στην πλάτη μπαινοβγαίνανε (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–