χαμένος


χαμένος
Προφορά

Ετυμολογία
χαμένος μτχ. παθ. πρκμ. του χάνομαι

Ερμηνεία
χαμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που έχει χαθεί
✦ που έχασε σε παιχνίδι ή σε επιχείρηση
(μτφ. ) απρόσεκτος, ελαφρόμυαλος
✦ φρ. χαμένο κορμί, άνθρωπος άχρηστος, τιποτένιος – τά ‘χει χαμένα, έχασε το μυαλό του· ή είναι θορυβημένος, σαστισμένος – στα χαμένα, μάταια, άδικα, τζάμπα

Συνώνυμα

Αντίθετα
κερδισμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.