χαλνώ
Προφορά
Ετυμολογία
χαλνώ αρχαία ελληνική χαλῶ (= χαλαρώνω)
Ερμηνεία
χαλνώ
✦ -άς, -ά κ. χαλνώ ρ. (χάλ-ασα, -άστηκα, -ασμένος) προκαλώ ζημιά, βλάβη στη λειτουργία μηχανισμού: χάλασες τον υπολογιστή – το ρολόι – τη βρύση
✦ διαταράσσω μιαν ομαλή κατάσταση: χάλασες το στομάχι σου με τους καφέδες – χάλασες το κέφι της παρέας
✦ γκρεμίζω, κατεδαφίζω: χάλασε τον φούρνο που ήταν στην αυλή
✦ αλλοιώνω τη σύσταση προϊόντος ή το καθιστώ ακατάλληλο για χρήση ή κατανάλωση: οι βροχές χάλασαν τα κεράσια – η ταβέρνα έχει χαλάσει τα φαγητά της
✦ σκοτώνω, εξολοθρεύω: οι Αγαρηνοί χαλάσαν το συχωρεμένο τον αδερφό μου (Π. Πρεβελάκης)
✦ δαπανώ, ξοδεύω: χαλάει πολλά λεφτά στις διακοπές
✦ ακυρώνω: χάλασε τη συμφωνία μας
✦ διαφθείρω: τον χάλασαν τα πολλά λεφτά
✦ βλάπτω το χαρακτήρα κάποιου με υπερβολικές φροντίδες, κανακέματα κτλ.: οι γιαγιάδες χαλάνε τα εγγόνια
✦ ανταλλάσσω νόμισμα με άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας: να χαλάσω το χιλιάρικο σε κατοστάρικα
✦ (αμτβ.) φθείρομαι, καταστρέφομαι: χάλασε ο υπολογιστής – το ρολόι
✦ διαλύομαι: θα χαλάσει η ομαλή λειτουργία του σπιτιού (Γ. Θεοτοκάς)
✦ διαφθείρομαι: χάλασε η κοινωνία
✦ αλλοιώνομαι ή γίνομαι ακατάλληλος για κατανάλωση: άφησες το κρέας έξω από το ψυγείο και χάλασε
✦ ασχημαίνω, μαραίνομαι: χάλασε από τα βάσανα
✦ ακυρώνομαι: χάλασε η συμφωνία – η δουλειά
✦ χειροτερεύω, ιδ. για καιρό: χαλάει ο καιρός από αύριο
✦ αισθάνομαι δυσάρεστα από διαταραχή ιδ. της πέψης: χάλασε το στομάχι μου απ’ τα βαριά φαγητά
✦ μεταβάλλομαι δυσάρεστα: χάλασε το κέφι – χάλασαν οι διακοπές μας
✦ φρ. τα χαλάω με κάποιον, διακόπτω τις σχέσεις μας: τα χάλασε με το φίλο του εδώ και καιρό – χαλάει ο κόσμος, γίνεται μεγάλη αναστάτωση ή καταστροφή – (ειρων.) δε χάλασε ο κόσμος, δεν πειράζει – χαλάει τον κόσμο, κάνει το παν για να επιτύχει κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–