χαλκός


χαλκός
Προφορά

Ετυμολογία
χαλκός αρχαία ελληνική χαλκός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χαλκός

✦ ορυκτό, χημικό στοιχείο, μέταλλο, ελατό με κοκκινωπό χρώμα, που χρησιμοποιείται ευρύτατα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.