χαλκάς
Προφορά
Ετυμολογία
χαλκάς └τουρκ┘halka (= δαχτυλίδι)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χαλκάς
✦ μεταλλικός κρίκος
✦ (μτφ. ) δεσμά: του φόρεσαν χαλκάδες και τον οδήγησαν στη φυλακή – ένα τύραννο χωράνε, που με χαλκά να δέσει ελόγιαζε τον κόσμο (Άγγ. Σικελιανός)
✦ φρ. περνώ, βάζω χαλκά στη μύτη κάποιου, υποδουλώνω κάποιον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–