χαλιναγωγώ


χαλιναγωγώ
Προφορά

Ετυμολογία
χαλιναγωγώ μεταγενέστερη ελληνική χαλιναγωγῶ

Ερμηνεία
ρήμα χαλιναγωγώ -είς, -εί

✦ οδηγώ με το χαλινάρι
(μτφ. ) συγκρατώ, αναχαιτίζω: άντρας δυνατός, με αυτοκυριαρχία καθώς λένε, ικανός να χαλιναγωγεί τα νεύρα του (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.