χαλινάρι
Προφορά
Ετυμολογία
χαλινάρι μεταγενέστερη ελληνική χαλινάριον, υποκοριστικό του χαλινός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χαλινάρι
✦ το σύνολο της σκευής στο κεφάλι αλόγου και ιδ. το μεταλλικό εξάρτημα που μπαίνει στο στόμα του υποζυγίου
✦ (μτφ. ) καθετί που συγκρατεί, περιορίζει, αναχαιτίζει: δεν μπορούσε να βάζει χαλινάρι στις επιθυμίες του (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–