χαλαρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
χαλαρώνω μεταγενέστερη ελληνική χαλαρῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χαλαρώνω
✦ κάνω κάτι χαλαρό, ξεσφίγγω, λασκάρω
✦ (αμτβ.) γίνομαι χαλαρός: χαλάρωσαν τα πλαϊνά δεσίματα
✦ (μτφ. ) μειώνω την ένταση, ατονώ: η κυβέρνηση αποφάσισε να χαλαρώσει τα αστυνομικά μέτρα
✦ (μτφ. αμτβ.) ηρεμώ, αποβάλλω το άγχος: ευκαιρία να χαλαρώσεις το Σαββατοκύριακο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
τεζάρω, τσιτώνω, τεντώνω
Επιρρήματα
–