χαλί


χαλί
Προφορά

Ετυμολογία
χαλί └τουρκ┘halι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χαλί

✦ τάπητας
✦ φρ. τραβώ το χαλί κάτω από τα πόδια κάποιου, προβαίνω σε ενέργειες, ώστε να αποτύχει κάποιος, αφήνω εκτεθειμένο κάποιον – έγινε χαλί να τον πατήσει, ήταν πρόθυμος για ό,τι του ζητούσε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.