χαλάλι


χαλάλι
Προφορά

Ετυμολογία
χαλάλι └τουρκ┘helâl (= νόμιμος)

Ερμηνεία
επίρρημα χαλάλι

✦ ας είναι, δεν πειράζει: του ‘δωσα πολλά λεφτά, αλλά χαλάλι του – αν παίζει με τον άντρα της, χαλάλι να της γίνει (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.