χακί


χακί
Προφορά

Ετυμολογία
χακί └γαλλ┘ kaki, ινδ. αρχής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το χακί

✦ ύφασμα σταχτί προς το πράσινο ή κίτρινο, που χρησιμοποιείται για στρατιωτικές στολές: φρ. φόρεσε το χακί, κατατάχθηκε στο στρατό
✦ χρώμα ανοιχτό φαιό
✦ (ως επίθ.) που έχει αυτό το χρώμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.