χαιρετώ
Προφορά
Ετυμολογία
χαιρετώ μεσαιωνική ελληνική χαιρετῶ, από το ἐχαιρέτισα, αόρ. του χαιρετίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χαιρετώ -άς, -ά
✦ χαιρετίζω (βλ. λ.)
✦ (ειδ.) επισκέπτομαι κάποιον, σε επίσημη ημέρα, για να του ευχηθώ
✦ φρ. χαιρέτα μου τον πλάτανο, τα λεγόμενα ή τελούμενα είναι ασυνάρτητα ή δυσοίωνα: έτσι που πάνε τα πράγματα, χαιρέτα μου τον πλάτανο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–