χαζνές


χαζνές
Προφορά

Ετυμολογία
χαζνές └τουρκ┘hazîne

Ερμηνεία
χαζνές

✦ ταμείο, θησαυροφυλάκιο, ιδ. το δημόσιο ταμείο: όσο πιο πολύ νηστεύουν οι λαοί, τόσο περσεύει χρήμα για τον χαζενέ (Β. Ρώτας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.