χαζεύω
Προφορά
Ετυμολογία
χαζεύω χαζός
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χαζεύω
✦ χάνω τον καιρό μου κοιτάζοντας πράγματα που δε μ’ ενδιαφέρουν άμεσα αλλά μ’ ευχαριστούν: πλήθος αργόσχολοι στέκονταν και χάζευαν το θέαμα (Γ. Μπεράτης)
✦ γίνομαι χαζός, ξεκουτιαίνω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–