χαδεύω
Προφορά
Ετυμολογία
χαδεύω χάιδι
Ερμηνεία
χαδεύω
✦ κ. χαδεύω ρ. (χάιδ-εψα, -εύτηκα, -εμένος) αγγίζω τρυφερά, απαλά, θωπεύω: η μητέρα χάιδεψε το κεφαλάκι του μωρού
✦ (γεν.) αγγίζω απαλά: χάιδευε τη ράχη των βιβλίων, τα εξώφυλλα
✦ (μτφ. ) για κάτι που αγγίζει τις αισθήσεις, που το δέχεται (το ακούει, το αισθάνεται κτλ.) κάποιος ευχάριστα: το αεράκι μάς χάιδευε τα μελίγγια (Π. Πρεβελάκης) – λαλιές από λαό μού χάιδεψαν τ’ αφτιά (Β. Ρώτας)
✦ κολακεύω, καλοπιάνω
✦ χαϊδεύομαι, επιδιώκω τα χάδια, θέλω χάδια
✦ επιδίδομαι σε χάδια ιδ. ερωτικά: το ζευγάρι χαϊδεύεται στη γωνιά του δρόμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–