χαβαλές


χαβαλές
Προφορά

Ετυμολογία
χαβαλές └τουρκ┘havale

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χαβαλές

✦ επίστρωμα, επικάλυμμα
✦ φορτίο πλοίου τοποθετημένο πάνω στο κατάστρωμα
(μτφ. ) οχληρό βάρος
(μτφ. ) ευχάριστη κουβεντούλα για διασκέδαση της ανίας: πέρασε όλο το απόγευμα, με χαβαλέ
✦ (μτφ. για πρόσ.) επιπόλαιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.