χαβάς


χαβάς
Προφορά

Ετυμολογία
χαβάς └τουρκ┘hava

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χαβάς

✦ σκοπός, μελωδία: άρχισε ένα χαβά που δεν είχε τελειωμό
✦ φρ. το χαβά του, επιμένει στα ίδια, δεν εννοεί ν’ αλλάξει γνώμη ή συμπεριφορά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.