χαίρω


χαίρω
Προφορά

Ετυμολογία
χαίρω αρχαία ελληνική χαίρω

Ερμηνεία
χαίρω

✦ κ. χαίρομαι ρ. (χάρηκα) είμαι γεμάτος χαρά, πολύ ευχαριστημένος ή ενθουσιασμένος
✦ (μτβ. μόνο το μέσ. χαίρομαι) απολαμβάνω κάτι, εξακολουθώ να έχω κάτι το ποθητό
✦ φρ. χαίρε – χαίρετε, προσφώνηση χαιρετισμού ή αποχαιρετισμού
✦ φρ. να σε χαρώ, σε παρακαλώ πολύ, κάνε μου τη χάρη

Συνώνυμα

Αντίθετα
λυπούμαι
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.