χίπης


χίπης
Προφορά

Ετυμολογία
χίπης └αγγλ┘hippy (= μυημένος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χίπης

✦ νέος της δεκαετίας του 1960 και αργότερα, αρνούμενος τις κοινωνικές και πνευματικές αξίες του σύγχρονου κόσμου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.