χάσμα


χάσμα
Προφορά

Ετυμολογία
χάσμα αρχαία ελληνική χάσμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χάσμα

✦ μεγάλο ρήγμα γης, βάραθρο: το χάσμα π’ άνοιξε ο σεισμός (Διον. Σολωμός)
✦ κάθε κενό που δημιουργείται από διακοπή συνέχειας
✦ (φιλολ.) κενό στη συνέχεια κειμένου από φθορά σε λέξη, φράση
(μτφ. ) μεγάλη διαφορά αντιλήψεων, πεποιθήσεων κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.