χάσκω
Προφορά
Ετυμολογία
χάσκω αρχαία ελληνική χάσκω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χάσκω
✦ ανοίγω υπερβολικά το στόμα ή κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα: έχασκα καθώς άκουγα με πόση εξυπνάδα κουμαντάριζαν το μυαλό τους (Δ. Σωτηρίου)
✦ σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω: στην πίσω μεριά, ο τοίχος χάσκει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–