χάσικος


χάσικος
Προφορά

Ετυμολογία
χάσικος └τουρκ┘has

Ερμηνεία
επίθετο┘ χάσικος -η, -ο

✦ καθαρός, διαλεχτός: χάσικο ψωμί (το λευκό)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.