χάση


χάση
Προφορά

Ετυμολογία
χάση όψιμο μεσαιωνική ελληνική χάσις (φεγγαριού)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χάση

✦ η περίοδος της βαθμιαίας ελάττωσης του φωτεινού δίσκου της σελήνης: ήταν έρημη η νύχτα, το φεγγάρι στη χάση (Γ. Σεφέρης)
✦ φρ. στη χάση και στη φέξη, πολύ σπάνια

Συνώνυμα

Αντίθετα
γέμιση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.