χάρος


χάρος
Προφορά

Ετυμολογία
χάρος μεσαιωνική ελληνική χάρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χάρος

✦ προσωποποίηση του θανάτου
✦ φρ. τον πήρε ο χάρος, πέθανε – παλεύει με το χάρο, πνέει τα λοίσθια, χαροπαλεύει – τον βλέπει σαν το χάρο, τον μισεί θανάσιμα – είδα το χάρο με τα μάτια μου, κινδύνευσα να χάσω τη ζωή μου – γλίτωσε απ’ του χάρου τα δόντια, αντιμετώπισε πολύ σοβαρό κίνδυνο που παρ’ ολίγο να του στοιχίσει τη ζωή – όποιον πάρει ο χάρος, γι’ αυτόν που αδιαφορεί για το ποιος θα υποστεί τις συνέπειες των ενεργειών του – τον ξέχασε ο χάρος, για πολύ ηλικιωμένο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.