χάραμα


χάραμα
Προφορά

Ετυμολογία
χάραμα αρχαία ελληνική χάραγμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χάραμα

✦ κ. στον πληθ. χαράματα, το ξημέρωμα, η αυγή: περίμενα το χάραμα: να σκάσει στην ανατολή ο Αυγερινός, να θολώσουν τ’ άστρα (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα
χαραυγή, λυκαυγές
Αντίθετα
γέρμα, λυκόφως
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.