χάπενινγκ


χάπενινγκ
Προφορά

Ετυμολογία
χάπενινγκ └αγγλ┘happening

Ερμηνεία
χάπενινγκ

✦ άκλ. αυτοσχέδια καλλιτεχνική εκδήλωση ιδ. νέων, με αυθόρμητη συμμετοχή του ακροατηρίου
✦ συγκλονιστικό και απρόβλεπτο γεγονός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.