χάος
Προφορά
Ετυμολογία
χάος αρχαία ελληνική χάος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χάος
✦ η κατάσταση που υπήρχε πριν από τη δημιουργία του κόσμου
✦ το άπειρο διάστημα
✦ άβυσσος
✦ (μτφ. ) σύγχυση, αταξία
✦ πληθ. τα χάη, ποιητ. και μόνο σε ονομ. κ. αιτ.: όταν θα σχίζουν, σαν άγγελοι, των ουρανών τα χάη (Ρ. Φιλύρας)
✦ επιστημονική θεωρία κατά την οποία η συμπεριφορά ενός συστήματος που κυβερνάται με καθορισμένους νόμους είναι τόσο απρόβλεπτη, ώστε να εμφανίζεται απρογραμμάτιστη, εξαιτίας της ακραίας ευαισθησίας του στις αρχικές συνθήκες: σύμφωνα με τη μαθηματική θεωρία του χάους, ένα ελάχιστο αίτιο μπορεί να έχει εξαιρετικά δυσανάλογα προς αυτό αποτελέσματα που θα ήταν αδύνατο να προβλεφθούν, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αναιρείται η κλασική αρχή της αιτιότητας (Έθνος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–