χάνω


χάνω
Προφορά

Ετυμολογία
χάνω μεσαιωνική ελληνική χάνω, από το ἔχασα

Ερμηνεία
ρήμα χάνω

✦ παύω να έχω κάτι: έχασα τα κλειδιά μου – τα γυαλιά μου – έχασε την περιουσία του
✦ υφίσταμαι την απώλεια μέλους του σώματος, αίματος κτλ.: έχασε το πόδι του στον πόλεμο – εξαιτίας του τραυματισμού έχασε πολύ αίμα
✦ δεν έχω πια, δεν διατηρώ ηθική, ψυχική, πνευματική ιδιότητα: έχασε την πίστη του – το θάρρος του – την ελπίδα – το ενδιαφέρον του
✦ στερούμαι κάποιον που εξαφανίστηκε ή πέθανε: έχασε το παιδί της μέσα στον κόσμο – πρόσφατα έχασε τον άντρα της σε τροχαίο ατύχημα
✦ στερούμαι κάτι: έχασε τη συμπάθεια των φίλων του
✦ αφήνω να περνά χρόνος ή ευκαιρία: χάνει τον χρόνο του σε άσκοπες ενέργειες – έχασε την ευκαιρία να αναδειχθεί
✦ αποτυγχάνω σε αγώνα, δεν κερδίζω, ηττώμαι: η ομάδα έχασε το παιχνίδι – έχασε τις εκλογές
✦ δεν καταφέρνω να προλάβω κάτι: έχασα το τρένο – το αεροπλάνο
✦ (για ρολόι ή γεν. για μηχανή) λειτουργώ πιο αργά από το κανονικό: το ρολόι μου χάνει δέκα λεπτά το εικοσιτετράωρο – η μηχανή χάνει στροφές
✦ (για μαθητή) δεν προβιβάζομαι: έχασε χρονιά
✦ (οικον.) ζημιώνομαι: έχασε πολλά λεφτά από το εμπόριο
✦ (αμτβ.) ηττώμαι, αποτυγχάνω: έχασε στις εκλογές
✦ ζημιώνομαι, στερούμαι απόλαυση, ευχαρίστηση: έχασες που δεν ήρθες μαζί μας στο θέατρο
✦ δεν αναδεικνύομαι: έχανε η μορφή από την αναγλυφικότητά της (Χατζηκυριάκος-Γκίκας)
✦ (παθ. κ. μέσ.) χάνομαι, παύω να υφίσταμαι, παύω να είμαι γνωστός ή να εξασκούμαι: χάνεται η τέχνη του αγγειοπλάστη – χάνονται έθιμα – μαζί με τους παλιούς χτίστες χάθηκε κι η τέχνη τους
✦ εξαφανίζομαι ή πεθαίνω: χάθηκε ένας ηλικιωμένος – χάθηκε άδικα ένας νέος άνθρωπος
✦ λιποθυμώ: την είδαμε να χλομιάζει και μετά χάθηκε
✦ χάνω τον προσανατολισμό μου: χάθηκα και δεν μπορούσα να βρω το σπίτι
✦ (για τόπο) αφανίζομαι, καταστρέφομαι: χάθηκαν πόλεις και χωριά – χάνονται βασίλεια
✦ φρ. χάνω τα λογικά μου ή τα χάνω, παραφρονώ – χάνω το νου μου, σαστίζω, κυριεύομαι από έκπληξη – χάνω τον καιρό μου, τον αφήνω να περνά ανεκμετάλλευτος – χάνω την ευκαιρία, δεν επωφελούμαι απ’ αυτήν – χάνω τη δίκη, καταδικάζομαι – έχασα τ’ αβγά και τα πασχάλια, έπαθα μεγάλη ζημιά ή θορυβήθηκα – χάθηκα ή είμαι χαμένος, καταστράφηκα ή διατρέχω μεγάλο κίνδυνο – χάνω τον μπούσουλα, αντιμετωπίζω ανυπέρβλητες δυσχέρειες – χάνω τα νερά μου, βρίσκομαι σε ξένο περιβάλλον και δεν μπορώ να προσαρμοστώ – χάσου, εξαφανίσου, φύγε από κοντά μου· βλ. κ. χαμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.