χάμουρα


χάμουρα
Προφορά

Ετυμολογία
χάμουρα κατά Ανδριώτη άγν. ετυμ. Κατά Α. Φλώρο ρουμαν. hamurar (= λωροποιός)

Ερμηνεία
χάμουρα

✦ ουσ. το σύνολο των εξαρτημάτων που τοποθετούνται στα υποζύγια όταν θέλει κάποιος να ιππεύσει, να τα ζέψει ή να τα φορτώσει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.