χάλι


χάλι
Προφορά

Ετυμολογία
χάλι └τουρκ┘hal

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χάλι

✦ άθλια, ελεεινή κατάσταση: φρ. έχει τα χάλια του – όχι μόνο ανεχόμαστε, αλλά αφήνομε να γίνεται συνεχώς χειρότερο το χάλι της παιδείας (Οικονομικός Ταχυδρόμος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.