χάλασμα
Προφορά
Ετυμολογία
χάλασμα μεταγενέστερη ελληνική χάλασμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χάλασμα
✦ φθορά, καταστροφή
✦ γκρεμισμένο κτίσμα, ερείπιο: το χάλασμα… που ο μαύρος κι άχαρος κισσός το περιζώνει (Ι. Γρυπάρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–