χάλαβρο
Προφορά
Ετυμολογία
χάλαβρο μεσαιωνική ελληνική χάλαβρο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χάλαβρο
✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. χάλαβρα, βράχια που κατρακύλισαν από βουνό: ακούστηκε τρομερός βρόντος σα να γκρεμίζονταν χάλαβρα από βουνά (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–