χάβω
Προφορά
Ετυμολογία
χάβω μεσαιωνική ελληνική χάπτω
Ερμηνεία
χάβω
✦ κ. χάβω ρ. τρώγω λαίμαργα: κόβαμε κομμάτες και τις χάφταμε σχεδόν αμάσητες (Διδώ Σωτηρίου)
✦ (μτφ. ) πιστεύω κάτι αβασάνιστα: μωρόπιστος, ό,τι του λένε το χάφτει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–