φώσφορος


φώσφορος
Προφορά

Ετυμολογία
φώσφορος αρχαία ελληνική επίθετο φωσφόρος

Ερμηνεία
φώσφορος

✦ (χημ.) αμέταλλο στοιχείο κίτρινου χρώματος, εύφλεκτο, που φέγγει στο σκοτάδι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.