φύσιγγα


φύσιγγα
Προφορά

Ετυμολογία
φύσιγγα μεταγενέστερη ελληνική φῦσιγξ, -ιγγος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φύσιγγα

✦ γυάλινη κύστη με φαρμακευτικό διάλυμα για ενέσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.