φύσει


φύσει
Προφορά

Ετυμολογία
φύσει δοτ. εν. του αρχαίου ελληνικού φύσις, -εως

Ερμηνεία
επίρρημα φύσει

✦ για ιδιότητα που έχει κάποιος εκ φύσεως: οι γονείς είναι φύσει υπεύθυνοι για την ανατροφή των παιδιών τους

Συνώνυμα

Αντίθετα
θέσει
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.