φύρα


φύρα
Προφορά

Ετυμολογία
φύρα αρχαία ελληνική ρ. φυρῶ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φύρα

✦ αυτόματη ελάττωση του όγκου ή του βάρους από τριβή, εξάτμιση κτλ.
✦ (γεν.) η μείωση της ποσότητας πράγματος από οποιαδήποτε αιτία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.