φύλλο
Προφορά
Ετυμολογία
φύλλο αρχαία ελληνική φύλλον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φύλλο
✦ μεμβρανώδες, συν. πράσινο όργανο αναπνοής του φυτού
✦ πέταλο άνθους
✦ (μτφ. ) καθετί λεπτό και πλατύ από χαρτί, ύφασμα, ζύμη, μέταλλο, ξύλο κτλ.: ένα φύλλο κοντραπλακέ
✦ τραπουλόχαρτο
✦ εφημερίδα ή περιοδικό
✦ έγγραφο που δηλώνει ορισμένη κατάσταση ατόμου: φύλλο ποιότητας – πορείας
✦ το μέρος πόρτας ή παραθύρου που ανοιγοκλείνει
✦ (μτφ. ) τα φύλλα της καρδιάς, φυλλοκάρδια (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–