φόρτος


φόρτος
Προφορά

Ετυμολογία
φόρτος αρχαία ελληνική φόρτος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φόρτος

✦ φορτίο, βάρος
(μτφ. ) καθετί το επαχθές, το δυσβάστακτο: φόρτος εργασίας – συναισθηματικός φόρτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.