φωτοχρωμικός
Προφορά
Ετυμολογία
φωτοχρωμικός φως + χρώμα• απόδοση του └αγγλ┘όρου photochromic
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φωτοχρωμικός -ή, -ό
✦ αυτός που έχει την ιδιότητα να αποκτά βαθύτερο χρώμα, υπό την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας: φωτοχρωμικά γυαλιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–