φωτοφράκτης


φωτοφράκτης
Προφορά

Ετυμολογία
φωτοφράκτης φως + φράκτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φωτοφράκτης

✦ εξάρτημα της φωτογραφικής μηχανής που επιτρέπει ή αποκλείει την είσοδο του φωτός στο θάλαμό της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.