φωταγωγός


φωταγωγός
Προφορά

Ετυμολογία
φωταγωγός μεταγενέστερη ελληνική επίθετο φωταγωγός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φωταγωγός

✦ άνοιγμα σε τοίχο ή κενός χώρος σε οικοδομή για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.