φωσφορισμός


φωσφορισμός
Προφορά

Ετυμολογία
φωσφορισμός φωσφορίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φωσφορισμός

✦ η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να εκπέμπουν φως, όταν εκτεθούν σε ακτινοβολία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.